χαμαίδρυς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=xamai/drus
|Beta Code=xamai/drus
|Definition=ῠος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[germander]], [[Teucrium Chamaedrys]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.9.5</span>, Dsc.3.98, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>24.130</span>; gen. sg. written χαμέτρυος <span class="bibl"><span class="title">BKT</span>3p.32</span> (v/vi A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[τεύκριον]], Ps.-Dsc. 3.97. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[σκόρδιον]], ib.111; also χᾰμαί-ρωψ ([[quod vide|q.v.]]).</span>
|Definition=ῠος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[germander]], [[Teucrium Chamaedrys]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.9.5</span>, Dsc.3.98, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>24.130</span>; gen. sg. written χαμέτρυος <span class="bibl"><span class="title">BKT</span>3p.32</span> (v/vi A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[τεύκριον]], Ps.-Dsc. 3.97. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[σκόρδιον]], ib.111; also χᾰμαί-ρωψ ([[quod vide|q.v.]]).</span>
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />germandrée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[δρῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίδρῡς''': -ῠος, ἡ, [[φυτόν]] τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· [[ὡσαύτως]] χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. [[λινόδρυς]].
|lstext='''χᾰμαίδρῡς''': -ῠος, ἡ, [[φυτόν]] τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· [[ὡσαύτως]] χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. [[λινόδρυς]].
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />germandrée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[δρῦς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. [[χαμέτρυς]] ΜΑ<br /><b>βοτ.</b> το γνωστό [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] [[φυτό]] Teucrium chamaedrys του γένους [[τεύκριο]], κν. [[χαμοδρυά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σκόρδιο]] ή [[σκορδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρῦς]].
|mltxt=-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. [[χαμέτρυς]] ΜΑ<br /><b>βοτ.</b> το γνωστό [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] [[φυτό]] Teucrium chamaedrys του γένους [[τεύκριο]], κν. [[χαμοδρυά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σκόρδιο]] ή [[σκορδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρῦς]].
}}
}}

Revision as of 11:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίδρῡς Medium diacritics: χαμαίδρυς Low diacritics: χαμαίδρυς Capitals: ΧΑΜΑΙΔΡΥΣ
Transliteration A: chamaídrys Transliteration B: chamaidrys Transliteration C: chamaidrys Beta Code: xamai/drus

English (LSJ)

ῠος, ἡ, A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr.HP9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written χαμέτρυος BKT3p.32 (v/vi A. D.). 2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97. 3 = σκόρδιον, ib.111; also χᾰμαί-ρωψ (q.v.).

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
germandrée, plante.
Étymologie: χαμαί, δρῦς.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίδρῡς: -ῠος, ἡ, φυτόν τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· ὡσαύτως χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. λινόδρυς.

Greek Monolingual

-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ
βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys του γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά
αρχ.
είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + δρῦς.