ἀειδής: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀειδής''': -ές, (* ϝείδω) [[ἀόρατος]], [[ἄνευ]] σωματικῆς μορφῆς, [[ἀσώματος]], [[ἄϋλος]], ἀντιθ. τῷ [[σωματοειδής]], [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = [[ἄγνωστος]], ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. ([[εἶδος]]) = [[ἄνευ]] μορφῆς, [[ἄμορφος]], Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) [[δυσειδής]], [[δύσμορφος]], Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἀμφίβολος]], γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.
|lstext='''ἀειδής''': -ές, (* ϝείδω) [[ἀόρατος]], [[ἄνευ]] σωματικῆς μορφῆς, [[ἀσώματος]], [[ἄϋλος]], ἀντιθ. τῷ [[σωματοειδής]], συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = [[ἄγνωστος]], ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. ([[εἶδος]]) = [[ἄνευ]] μορφῆς, [[ἄμορφος]], Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) [[δυσειδής]], [[δύσμορφος]], Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἀμφίβολος]], γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:55, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειδής Medium diacritics: ἀειδής Low diacritics: αειδής Capitals: ΑΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aeidḗs Transliteration B: aeidēs Transliteration C: aeidis Beta Code: a)eidh/s

English (LSJ)

ές, (εἶδος) A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr.Od.1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a. 2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n’a pas de forme, immatériel.
Étymologie: ἀ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1oscuro subst. τὸ ἀ.: ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς εἰς τὸ ἀειδές Parm.B 13, νύξ Eus.PE 2.5.2
oscuro, sin gloria, insignificante, A.Mart.5.17.
2 que no debe verse, feo χροιά Hp.Nat.Mul.41, cf. Ael.NA 17.31, Plu.2.317e.
3 que no puede ser visto, inmaterial, invisible σῶμα Meth.Res.3.18.5, φύσις de Dios, Gr.Nyss.Eun.1.231
subst. τὸ ἀ. imposibilidad de ver, oscuridad como naturaleza infernal, Meth.Res.2.28.5.
II 1sin forma τὸ ὑποκείμενον Arist.Cael.306b17, ἡ ὕλη Plu.2.875d.
2 indistinto ὀσμαί Thphr.Od.1.

Greek Monotonic

ἀειδής: -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδής:
1) не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ ἄμορφος Arst., Plut.);
2) невзрачный, некрасивый (νεανίσκος Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.
невидимый, незримый (ψυχή Plat.; ἀ. καὶ ἀόρατος Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
without form, incorporeal, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀειδής zie ἀϊδής.

English (Woodhouse)

not consisting of matter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)