ὕδρωψ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕδρωψ:''' ωπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> мед. водянка Arst.;<br /><b class="num">2)</b> физиол. околоплодные воды Arst.
|elrutext='''ὕδρωψ:''' ωπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> мед. [[водянка]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> физиол. [[околоплодные воды]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕδρωψ]], ωπος, [[ὕδωρ]]<br /><b class="num">I.</b> [[dropsy]].<br /><b class="num">II.</b> a [[dropsical]] [[person]].
|mdlsjtxt=[[ὕδρωψ]], ωπος, [[ὕδωρ]]<br /><b class="num">I.</b> [[dropsy]].<br /><b class="num">II.</b> a [[dropsical]] [[person]].
}}
}}

Revision as of 08:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδρωψ Medium diacritics: ὕδρωψ Low diacritics: ύδρωψ Capitals: ΥΔΡΩΨ
Transliteration A: hýdrōps Transliteration B: hydrōps Transliteration C: ydrops Beta Code: u(/drwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, (ὕδωρ) A dropsy, Hp.Aph.3.22 (pl.), IG42(1).122.1, 123.33 (Epid., iv B. C.), Epicur.Fr.190, Sor.2.37, etc.; ὕ. ξηρός Hp.Aph.4.11; he distinguishes two kinds, ὁ ὑποσαρκίδιος (v.l. ὑπὸ τῇ σαρκί) and ὁ μετ' ἐμφυσημάτων, Acut.(Sp.) 52. 2 ὕ, εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.7.81. 3 any watery discharge, e.g. discharge before parturition, Arist.HA587a6, Cleophant. ap. Sor.2.53; cf. πρόφορος ΙΙ. II a dropsical person, Hp.Int.47 (dub. 1.), Epid.2.5.13— in which sense Dsc. ap. Gal.19.148 read ὑδρώψ (oxyt.). III one of the four humours, aqueous humour, Hp.Morb.4.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ· (ὕδωρ)· - ἡ νόσος «ὑδρωπίασις», ἄλλως ὕδερος, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς αὐτόθι 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος ἡ καλουμένη ὡσαύτως διαβήτης Γαλην. 3) πᾶσα ὑδατώδης ἔκρυσις ἢ ῥοή, οἷον ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. πρόσφορος ΙΙ. ΙΙ. ἄνθρωπος πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «ὕδρωψ. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ὕδωρ ἄνευ τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ ὕδωρ πρβλ. αἱμάλωψ, θυμάλωψ, κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).

French (Bailly abrégé)

1ωπος (ὁ) :
1 hydropisie;
2 amas d’eau qui s’écoule avant la sortie du fœtus.
Étymologie: ὕδωρ.
2ωπος (ὁ, ἡ)
hydropique.
Étymologie: ὕδωρ.

Greek Monotonic

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ (ὕδωρ),
I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα·
II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.

Russian (Dvoretsky)

ὕδρωψ: ωπος ὁ
1) мед. водянка Arst.;
2) физиол. околоплодные воды Arst.

Middle Liddell

ὕδρωψ, ωπος, ὕδωρ
I. dropsy.
II. a dropsical person.