ἀρτιτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρτιτρεφής:''' новорожденный: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.
|elrutext='''ἀρτιτρεφής:''' [[новорожденный]]: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />[[just]] nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of [[young]] children, Aesch.
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />[[just]] nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of [[young]] children, Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:17, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιτρεφής Medium diacritics: ἀρτιτρεφής Low diacritics: αρτιτρεφής Capitals: ΑΡΤΙΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: artitrephḗs Transliteration B: artitrephēs Transliteration C: artitrefis Beta Code: a)rtitrefh/s

English (LSJ)

ές, A just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί wailings of young children, A.Th. 350 cod. Med. (v.l. ἀρτιβρεφεῖς).

German (Pape)

[Seite 362] ές, was noch genährt wird, neugeboren, Aesch. Spt. 332, mit der v.l. αρτιβρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιτρεφής: -ές, ὁ ἄρτι τρεφόμενος, ὁ πρὸ μικροῦ θηλάζων, ἐπὶ νεογνοῦ, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται, «ἀρτιτρεφεῖς· ἀρτιτρεφῶν, ἤτοι νεογνῶν, ἔδει εἰπεῖν πρὸς τὸ μαστιδίων, ἐπήνεγκε δὲ πρὸς τὸ βληχαί, αἵτινες τῶν νηπίων ἦσαν» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 350 (κατὰ τὸν Μεδ. Κώδικα)· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἀρτιβρεφεῖς: ὁ Schütz διορθοῖ ἄρτι βρεφῶν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que l’on nourrit encore, encore à la mamelle.
Étymologie: ἄρτι, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ές
que apenas empieza a criarse, propio de un crío βλαχαί vagidos infantiles A.Th.351, cf. Sch.A.A.724a (p.158S.).

Greek Monolingual

ἀρτιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)].

Greek Monotonic

ἀρτιτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που μόλις άρχισε να τρέφεται, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί, κλαψούρισμα μικρών παιδιών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιτρεφής: новорожденный: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.

Middle Liddell

τρέφω
just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of young children, Aesch.