ἁρματήλατος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁρμᾰτήλᾰτος:''' кружащийся на колесе или наподобие колеса ([[Ἰξίων]] Eur.). | |elrutext='''ἁρμᾰτήλᾰτος:''' [[кружащийся на колесе или наподобие колеса]] ([[Ἰξίων]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A driven round by a chariot or wheel, of Ixion, E.HF1297 Musgr. (-την codd.). 2 ὁδὸς ἁρματήλατος road for chariots, Archyt. ap. Iamb.Protr. 4.
German (Pape)
[Seite 355] vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματήλᾰτος: -ον, ὁ περιελαυνόμενος, ὁ δινούμενος, ὁ προσδεδεμένος ἐπὶ τροχοῦ καὶ περιστρεφόμενος, καὶ τὸν ἁρματήλατον Ἰξίον’ ἐν δεμοῖσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1297 2) ὁδὸς ἁρμ. ὁδὸς ἁμαξιτός, ὁδὸς δι’ ἁρματηλασίαν, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où les chars peuvent passer;
2 qui tourne avec la roue litt. poussé comme une roue de char.
Étymologie: ἅρμα, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰτήλᾰτος) -ον
1 llevado por una rueda Ἰξίων E.HF 1297.
2 que permite el paso de carros ὁδός carretera fig., Ps.Archyt.Pyth.Hell.45.1.
Greek Monolingual
ἁρματήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.)
2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ἁρματήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), περιστρεφόμενος από τους τροχούς του άρματος, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτήλᾰτος: кружащийся на колесе или наподобие колеса (Ἰξίων Eur.).
Middle Liddell
ἐλαύνω
driven round by a wheel, of Ixion, Eur.