ἀπορητικός: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπορητικός:''' сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L. | |elrutext='''ἀπορητικός:''' [[сомневающийся]], [[колеблющийся]] Plut., Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat. | |mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A aporetic, inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. -κῶς S.E.M.7.30, Procl. in Prm. p.562S. 2 dubitative, ἐπίρρημα Gal.7.661; ὕμνοι Men.Rh.p.343S.
German (Pape)
[Seite 321] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., σκεπτικός, τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν εἶναι, οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ οἷον δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à douter, sceptique.
Étymologie: ἀπορέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 inclinado a la duda de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.Bibl.169b40, Plu.Aem.14, S.E.P.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.
2 dubitativo, de duda ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.
3 adv. -ῶς en tono de duda ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.M.8.1
•escépticamente φιλοσοφεῖν S.E.M.7.30, κατορθοῦν Procl.in Prm.729.24.
Greek Monolingual
ἀπορητικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία
2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.
Greek Monotonic
ἀπορητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορητικός: сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.