κραταιίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταιίς]], -[[ίδος]] (Α)<br /><b>1.</b> (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική [[δύναμη]] του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο [[βάρος]] του («ὅτε μέλλοι [[ἄκρον]] ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε [[κραταιίς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) <i>ἡ Κράταιις</i><br />η [[μητέρα]] της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῖν δὲ Κράταιιν, [[μητέρα]] τῆς Σκύλλης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. <i>Αχαι</i>-<i>ΐς</i>)].
|mltxt=[[κραταιίς]], -[[ίδος]] (Α)<br /><b>1.</b> (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική [[δύναμη]] του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο [[βάρος]] του («ὅτε μέλλοι [[ἄκρον]] ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε [[κραταιίς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) <i>ἡ Κράταιις</i><br />η [[μητέρα]] της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῖν δὲ Κράταιιν, [[μητέρα]] τῆς Σκύλλης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Αχαιΐς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιίς Medium diacritics: κραταιίς Low diacritics: κραταιίς Capitals: ΚΡΑΤΑΙΙΣ
Transliteration A: krataiís Transliteration B: krataiis Transliteration C: krataiis Beta Code: krataii/s

English (LSJ)

ἡ, (κρατύς) of the stone of Sisyphus, ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς when it was just about to surmount the top, then did A mighty weight turn it back, dub. in Od.11.597 (taken as adverb, violently, by Aristarch.; as κράται' ἴς (where κράταια may be an old fem. of κρατύς like *πλάταια (cf. Skt. pṛthivī), pl. Πλαταιαί, fem. of πλατύς) by Ptol.Asc. ap. Hdn.Gr.2.153). II (proparox.) as pr.n., the Mighty one, name of the mother of Scylla, Od.12.124.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιίς: ἡ, (κράτος) μόνον ἐν Ὀδ. Λ. 597, ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ Σισύφου, ― ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ’ ἀποστρέψασκε κραταιὶς αὖτις, ὅτε ἔμελλε νὰ ὑπερβῇ τὴν κορυφήν, τότε ἰσχυρὸν βάρος ἢ ἀκαταμάχητος δύναμις ἔστρεφε τὸν λίθον ὀπίσω· ― λίαν ἀμφίβολος λέξις. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ἐπίρρ. = κραταιῶς (ἐκλαμβάνων τὸ ἀποστρέψασκε ὡς ἀμετάβ.), ὁρμητικῶς ἐκυλίετο ὀπίσω· ἕτεροι θεωροῦσιν αὐτὸ ὡς κύρ. ὄνομα, ἴδε σημασ. ΙΙ. ΙΙ. Κρᾰταιίς, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἰσχυρά, ὄνομα τῆς μητρὸς τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 124.

English (Autenrieth)

overpowering force, ‘weight’ we should say, i. e. the force of gravitation, in the stone of Sisyphus, Od. 11.597.—Personified, Κραταιίς, Crataeis, the mother of Scylla, Od. 12.124.

Greek Monolingual

κραταιίς, -ίδος (Α)
1. (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική δύναμη του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις
η μητέρα της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῖν δὲ Κράταιιν, μητέρα τῆς Σκύλλης», Ομ. Οδ.)
3. (ως επίρρ.) βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + κατάλ. θηλ. -ίς (πρβλ. Αχαιΐς)].

Greek Monotonic

κρᾰταιίς: ἡ (κράτος), ισχυρή δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κρᾰταιίς, ίδος κράτος
mighty force, Od.