ἀρχειοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] | |mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] ἀρχειοφύλακος)<br />ο [[υπάλληλος]] που [[είναι]] επιφορτισμένος με την [[ταξινόμηση]] και [[φύλαξη]] των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:02, 4 June 2022
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.