εμμανής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐμμανής]], -ές)<br />[[μετά]] μανίας, [[μανιώδης]], [[παράφορος]] («θεοῦ πνοιαῑσιν [[ἐμμανής]]» — τρελή από θεϊκή [[έμπνευση]]).
|mltxt=-ές (AM [[ἐμμανής]], -ές)<br />[[μετά]] μανίας, [[μανιώδης]], [[παράφορος]] («θεοῦ πνοιαῖσιν [[ἐμμανής]]» — τρελή από θεϊκή [[έμπνευση]]).
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμμανής, -ές)
μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῦ πνοιαῖσιν ἐμμανής» — τρελή από θεϊκή έμπνευση).