κυρώ: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυρῶ, -έω και [[κύρω]] (Α)<br /> <b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία, [[πέφτω]] [[επάνω]] («[[ἄλλοτε]] μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, [[ἄλλοτε]] δ' ἐσθλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[προσκρούω]]<br /> <b>3.</b> [[φθάνω]] έως... (α. «μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῡρον», <b>Καλλ.</b>)<br /> β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», <b>Σοφ.</b>)<br /> γ. «ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>4.</b> (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία [[κρείσσων]] ἐκύρησεν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου («ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] | |mltxt=<b>(I)</b><br /> κυρῶ, -έω και [[κύρω]] (Α)<br /> <b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία, [[πέφτω]] [[επάνω]] («[[ἄλλοτε]] μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, [[ἄλλοτε]] δ' ἐσθλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[προσκρούω]]<br /> <b>3.</b> [[φθάνω]] έως... (α. «μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῡρον», <b>Καλλ.</b>)<br /> β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», <b>Σοφ.</b>)<br /> γ. «ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>4.</b> (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία [[κρείσσων]] ἐκύρησεν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου («ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] κυρεῖ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>8.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῖ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[πετυχαίνω]] το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν [[μαθών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> έχω επιτυχίες, [[ευημερώ]], [[προκόβω]]<br /> <b>11.</b> (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να [[είμαι]] (α. «σεσωσμένος κυρεῖ», <b>Αισχύλ.</b><br /> β. «φονέα σε [[φημί]]... κυρεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[πρός]]...» — αναφέρομαι σε [[κάτι]] («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῦντα», <b>Πολ.</b>)<br /> <b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κῠρ</i>-<i>yο</i>, με [[αντέκταση]] (<i>ῠ</i> > <i>ῦ</i>), ο δε τ. [[κυρώ]] [[είναι]] [[υστερογενής]] μεταπλασμένος τ. ενεστ. του [[κύρω]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[καιρός]] και <i>κυρίττω</i> δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. [[συγκυρία]].<br /><b>(II)</b><br /> κυρῶ, -όω (AM)<br /> <b>βλ.</b> [[κυρώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
(I)
κυρῶ, -έω και κύρω (Α)
1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.)
2. προσκρούω
3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.)
β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.)
γ. «ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῷ», Ευρ.)
4. (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν», Ευρ.)
5. πετυχαίνω τον σκοπό μου («ἔκυρσας ὥστε τοξότης... σκοποῦ», Αισχύλ.)
6. λαμβάνω, αποκτώ («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», Πλάτ.)
7. συμβαίνω, γίνομαι («καλῶς τὰ πλείω κυρεῖ», Αισχύλ.)
8. επακολουθώ, έρχομαι ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῖ», Ευρ.)
9. πετυχαίνω το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών», Σοφ.)
10. έχω επιτυχίες, ευημερώ, προκόβω
11. (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να είμαι (α. «σεσωσμένος κυρεῖ», Αισχύλ.
β. «φονέα σε φημί... κυρεῖν», Σοφ.)
12. φρ. «κυρῶ πρός...» — αναφέρομαι σε κάτι («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῦντα», Πολ.)
13. παροιμ. φρ. «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κύρ-ω < κῠρ-yο, με αντέκταση (ῠ > ῦ), ο δε τ. κυρώ είναι υστερογενής μεταπλασμένος τ. ενεστ. του κύρω. Η σύνδεση της λ. με τους τ. καιρός και κυρίττω δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. συγκυρία.
(II)
κυρῶ, -όω (AM)
βλ. κυρώνω.