ἐμφανισμός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνισμός:''' ὁ изъявление, выявление (προαιρέσεως πρακτικῆς Plat.).
|elrutext='''ἐμφᾰνισμός:''' ὁ [[изъявление]], [[выявление]] (προαιρέσεως πρακτικῆς Plat.).
}}
}}

Revision as of 10:59, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανισμός Medium diacritics: ἐμφανισμός Low diacritics: εμφανισμός Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: emphanismós Transliteration B: emphanismos Transliteration C: emfanismos Beta Code: e)mfanismo/s

English (LSJ)

ὁ, A manifestation, Pl.Def.413e; information, disclosure, PAmh.2.30.2, al. (ii B.C.), LXX 2 Ma.3.9, BCH 48.369 (Thessaly, i A. D.); indication, τινός A.D.Synt.50.27, al.; explanation, Ptol.Tetr.22.

German (Pape)

[Seite 819] ὁ, das Kundmachen, Plat. defin. 413 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνισμός: ὁ, ἔνδειξις, δήλωσις, προθυμία, ἐμφανισμὸς προαιρέσεως πρακτικῆς Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. Γ΄, 9).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 manifestación c. gen. subjet. ἐμφανισμὸς προαιρέσεως πρακτικῆς Pl.Def.413e
aclaración, distinción c. gen. obj. εἰς ἐμφανισμὸν τοῦ συγκεχυμένου γένους con vistas a distinguir el género que es indistinto A.D.Synt.50.27
explicación, exposición oral o escrita de un tema τὸν ἐμφανισμὸν ποιούμενοι Ptol.Tetr.1.9.1.
2 información, noticia ἀνέθετο περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ LXX 2Ma.3.9.
3 denuncia, declaración ante alguna autoridad ἐμφανισμοί περί τινων ἀδικημάτων PAmh.33.13 (II a.C.), περὶ δίκης SEG 33.1177.33 (Mira I d.C.), glos. a εἰσαγγελία Hsch.
4 propuesta o moción presentada ante la asamblea γιγνομένου ἐμφανισμοῦ ὑπὸ πλειόνων IG 42.65.2 (I a.C.), cf. SEG 3.468 (Tesalia I a.C.).

Greek Monolingual

ἐμφανισμός, ο (Α)
1. εκδήλωση, φανέρωση
2. καταγγελία, αποκάλυψη
3. ένδειξη, υποδήλωση
4. εξήγηση, ερμηνεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰνισμός:изъявление, выявление (προαιρέσεως πρακτικῆς Plat.).