ἐμφανισμός
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ὁ, manifestation, Pl.Def.413e; information, disclosure, PAmh.2.30.2, al. (ii B.C.), LXX 2 Ma.3.9, BCH 48.369 (Thessaly, i A. D.); indication, τινός A.D.Synt.50.27, al.; explanation, Ptol.Tetr.22.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 manifestación c. gen. subjet. ἐμφανισμὸς προαιρέσεως πρακτικῆς Pl.Def.413e
•aclaración, distinción c. gen. obj. εἰς ἐμφανισμὸν τοῦ συγκεχυμένου γένους con vistas a distinguir el género que es indistinto A.D.Synt.50.27
•explicación, exposición oral o escrita de un tema τὸν ἐμφανισμὸν ποιούμενοι Ptol.Tetr.1.9.1.
2 información, noticia ἀνέθετο περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ LXX 2Ma.3.9.
3 denuncia, declaración ante alguna autoridad ἐμφανισμοί περί τινων ἀδικημάτων PAmh.33.13 (II a.C.), περὶ δίκης SEG 33.1177.33 (Mira I d.C.), glos. a εἰσαγγελία Hsch.
4 propuesta o moción presentada ante la asamblea γιγνομένου ἐμφανισμοῦ ὑπὸ πλειόνων IG 42.65.2 (I a.C.), cf. SEG 3.468 (Tesalia I a.C.).
German (Pape)
[Seite 819] ὁ, das Kundmachen, Plat. defin. 413 d u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφᾰνισμός: ὁ изъявление, выявление (προαιρέσεως πρακτικῆς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφᾰνισμός: ὁ, ἔνδειξις, δήλωσις, προθυμία, ἐμφανισμὸς προαιρέσεως πρακτικῆς Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. Γ΄, 9).
Greek Monolingual
ἐμφανισμός, ο (Α)
1. εκδήλωση, φανέρωση
2. καταγγελία, αποκάλυψη
3. ένδειξη, υποδήλωση
4. εξήγηση, ερμηνεία.