ἱεροφαντικός: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ή, όν, den Hierophanten betreffend; [[στέμμα]] Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ή, όν, den Hierophanten betreffend; [[στέμμα]] Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροφαντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, [[στέμμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39. | |lstext='''ἱεροφαντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, [[στέμμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:39, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱεροφαντικοί = books on the sacred rites, Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. ἱεροφαντικῶς = in the style of a hierophant Luc.Alex.39.
German (Pape)
[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.
Greek Monolingual
ἱεροφαντικός, -ή, -όν (Α) ιεροφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ.
β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.).
επίρρ...
ἱεροφαντικῶς
κατά τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν ιεροφάντης, μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς.
Greek Monotonic
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· βίβλοι ἱερ., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. ἱεροφαντικῶς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροφαντικός: жреческий (στέμμα Luc.; βίβλοι Plut.).
Middle Liddell
ἱεροφαντικός, ή, όν [from ἱεροφάντης
of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. ἱεροφαντικῶς, Luc.