ἐπανόρθωμα: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...) |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπανόρθωμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[исправление]], [[поправка]], [[улучшение]], Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> исправление, устранение (ἁμαρτημάτων Dem.; τοῦ πάθους Plut.). | |elrutext='''ἐπανόρθωμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[исправление]], [[поправка]], [[улучшение]], Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[исправление]], [[устранение]] (ἁμαρτημάτων Dem.; τοῦ πάθους Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:15, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A correction, Pl.Prt.340a, 340d, Tht.183a, D.25.16, Arist.EN1135a13, 1137b12.
German (Pape)
[Seite 903] τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανόρθωμα: τό, διόρθωσις, τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action de redresser, correction, amélioration.
Étymologie: ἐπανορθόω.
Greek Monolingual
ἐπανόρθωμα, το (Α) επανορθώνω
1. επανόρθωση, διόρθωση, βελτίωση («τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῑζον ἁμάρτημα ἔχει ἤ ὅ ἐπανορθοῖς», Πλάτ.)
2. διόρθωση σύμφωνα με καθορισμένο πρότυπο.
Greek Monotonic
ἐπανόρθωμα: -ατος, τό, διόρθωση, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανόρθωμα: ατος τό
1) исправление, поправка, улучшение, Plat., Arst., Plut.;
2) исправление, устранение (ἁμαρτημάτων Dem.; τοῦ πάθους Plut.).
Middle Liddell
ἐπανόρθωμα, ατος, τό, [from ἐπανορθόω
a correction, Plat., Dem.