διορθωτής: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reformador]], [[enderezador]] de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.<i>Sol</i>.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.<i>V.Chrys</i>.12.335, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.8.67.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[corrector]] φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad</i>, <i>Arsameia</i> 203 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> filol. [[revisor]] τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.<i>Barn</i>.661<br /><b class="num">•</b>[[autor de una edición crítica]], [[editor]] ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.<i>Il</i>.7.238c.<br /><b class="num">II</b> jur. y admin.<br /><b class="num">1</b> οἱ διορθωταί [[correctores]] miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos <i>Gonnoi</i> 112.2 (III a.C.), prob. en Delos <i>IG</i> 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. [[διορθωτήρ]].<br /><b class="num">2</b> en la admin. rom.:<br /><b class="num">a)</b> [[corrector]], lat. <i>legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum</i> magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.<i>Epict</i>.3.7.1, δ. καὶ λογιστής <i>OGI</i> 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος <i>IG</i> 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. <i>RECAM</i> 2.414.9 (Ancira III d.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[consultor]], lat. <i>uir rei publicae constituendae</i> πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reformador]], [[enderezador]] de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.<i>Sol</i>.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.<i>V.Chrys</i>.12.335, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.8.67.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[corrector]] φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad</i>, <i>Arsameia</i> 203 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> filol. [[revisor]] τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.<i>Barn</i>.661<br /><b class="num">•</b>[[autor de una edición crítica]], [[editor]] ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.<i>Il</i>.7.238c.<br /><b class="num">II</b> jur. y admin.<br /><b class="num">1</b> οἱ διορθωταί [[correctores]] miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos <i>Gonnoi</i> 112.2 (III a.C.), prob. en Delos <i>IG</i> 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. [[διορθωτήρ]].<br /><b class="num">2</b> en la admin. rom.:<br /><b class="num">a)</b> [[corrector]], lat. <i>[[legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum]]</i> magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.<i>Epict</i>.3.7.1, δ. καὶ λογιστής <i>OGI</i> 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος <i>IG</i> 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. <i>RECAM</i> 2.414.9 (Ancira III d.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[consultor]], lat. <i>[[uir rei publicae constituendae]]</i> πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 1 September 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1. 2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
•de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
•autor de una edición crítica, editor ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, δ. καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.
Greek Monolingual
ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.
Greek Monotonic
διορθωτής: -οῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτής: ου ὁ
1) реформатор (δ. καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2) исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).