εὐσύνετος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)su/netos
|Beta Code=eu)su/netos
|Definition=old Att. εὐξ-, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quick of apprehension]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1143a11</span>; -<b class="b3">ώτεροι εἰς ταῦτα</b> ib.<span class="bibl">1181b11</span>: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad <span class="bibl">Il. p.324</span> S. Adv. -τως Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀστικῶς]]: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Th.4.18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[easily understood]], ξυνετοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1092</span> (lyr.); διανόημα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.40</span>; <b class="b3">κέντροις εὐσυνέτοις</b> Epigr.Astrol.<span class="title">Oxy.</span>464.42 (iii A.D.).</span>
|Definition=old Att. εὐξ-, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quick of apprehension]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1143a11</span>; -<b class="b3">ώτεροι εἰς ταῦτα</b> ib.<span class="bibl">1181b11</span>: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad <span class="bibl">Il. p.324</span> S. Adv. -τως Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀστικῶς]]: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Th.4.18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[easily understood]], ξυνετοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1092</span> (lyr.); διανόημα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.40</span>; <b class="b3">κέντροις εὐσυνέτοις</b> Epigr.Astrol.<span class="title">Oxy.</span>464.42 (iii A.D.).</span>
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> qui comprend aisément, intelligent;<br /><b>2</b> facile à comprendre;<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> qui comprend aisément, intelligent;<br /><b>2</b> facile à comprendre;<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύνετος Medium diacritics: εὐσύνετος Low diacritics: ευσύνετος Capitals: ΕΥΣΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: eusýnetos Transliteration B: eusynetos Transliteration C: efsynetos Beta Code: eu)su/netos

English (LSJ)

old Att. εὐξ-, ον, A quick of apprehension, Arist.EN1143a11; -ώτεροι εἰς ταῦτα ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. -τως Suid. s.v. ἀστικῶς: Comp. -ώτερον Th.4.18. II easily understood, ξυνετοῖς E.IT1092 (lyr.); διανόημα Phld.Po.2.40; κέντροις εὐσυνέτοις Epigr.Astrol.Oxy.464.42 (iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύνετος;
ος, ον :
1 qui comprend aisément, intelligent;
2 facile à comprendre;
Cp. εὐσυνετώτερος.
Étymologie: εὖ, συνίημι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύνετος: -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, συνετός, ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα αὐτόθι 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = εὐσυνεσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, εὐκατάληπτος, Εὐρ. Ι. Τ. 1092.

Greek Monolingual

εὐσύνετος, -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)
1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον
η ευσυνεσία, η σύνεση
3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος.
επίρρ...
εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)
με σύνεση, συνετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ετός].

Greek Monotonic

εὐσύνετος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύν-, -ον,·
I. αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, με εξυπνάδα, με ευστροφία, συγκρ. -τώτερον, σε Θουκ.
II. εύκολα αντιληπτός, εύληπτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύνετος: староатт. εὐξύνετος 2
1) проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);
2) легко понимаемый, понятный (τινι Eur.).

Middle Liddell


I. quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc.
II. easily understood, Eur.