ὑπόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1239.png Seite 1239]] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit [[κίβδηλος]] verbunden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1239.png Seite 1239]] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit [[κίβδηλος]] verbunden.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> falsifié, faux, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχαλκος''': -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], [[ὑποσίδηρος]], [[ὑπόχρυσος]]. 2) ὁ ἠχῶν ὡς [[χαλκός]], ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον».
|lstext='''ὑπόχαλκος''': -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], [[ὑποσίδηρος]], [[ὑπόχρυσος]]. 2) ὁ ἠχῶν ὡς [[χαλκός]], ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> falsifié, faux, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχαλκος Medium diacritics: ὑπόχαλκος Low diacritics: υπόχαλκος Capitals: ΥΠΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: hypóchalkos Transliteration B: hypochalkos Transliteration C: ypochalkos Beta Code: u(po/xalkos

English (LSJ)

ον, A containing a mixture of copper, Pl.R.415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον bronze gilt, IG22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc. 2 sounding like copper, ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8. 3 of a copper colour, ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν (sc. the οἶστρος or μύωψ) Sch.Od.22.299.

German (Pape)

[Seite 1239] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit κίβδηλος verbunden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme du cuivre ; fig. falsifié, faux, trompeur.
Étymologie: ὑπό, χαλκός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχαλκος: -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑποσίδηρος, ὑπόχρυσος. 2) ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων χρῶμα χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον».

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπί-χαλκος)].

Greek Monotonic

ὑπόχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει μείγμα χαλκού, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχαλκος:
1) снизу или внутри медный Plat.;
2) поддельный, притворный, мнимый (φίλος Plut.).

Middle Liddell

ὑπό-χαλκος, ον,
containing a mixture of copper, Plat.