ζαχρεῖος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - " ’" to "’") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; | |elnltext=ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; ζαχρεῖ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ζα-[[χρεῖος]], ον [[χρεία]]<br />[[wanting]] [[much]]: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to [[know]] the way, Theocr. | |mdlsjtxt=ζα-[[χρεῖος]], ον [[χρεία]]<br />[[wanting]] [[much]]: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to [[know]] the way, Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 21 August 2022
English (LSJ)
ον, (χρεία) A very needy: c. gen., ζ. ὁδοῦ one who wants to know the way, asks eagerly after it, Theoc.25.6.
German (Pape)
[Seite 1136] sehr bedürftig, sehr verlangend, ὁδοῦ ὁδίτης, von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ζαχρεῖος: -ον, (χρεία) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, σφόδρα χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6· πρβλ. χρεῖος, ον, ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a grand besoin de, qui cherche.
Étymologie: ζα-, χρεία.
Greek Monolingual
ζαχρεῑος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῑος ὁδοῦ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρεία «ανάγκη»].
Greek Monotonic
ζαχρεῖος: -ον (χρεία), αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη κάποιου πράγματος· με γεν., ζαχρεῖος ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ζαχρεῖος:
1) самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);
2) весьма нуждающийся: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; ζαχρεῖ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6.
Middle Liddell
ζα-χρεῖος, ον χρεία
wanting much: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to know the way, Theocr.