γαστροειδής: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gastroeidis | |Transliteration C=gastroeidis | ||
|Beta Code=gastroeidh/s | |Beta Code=gastroeidh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[paunchlike]], [[round]], ναῦς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>26</span>: in <span class="bibl">Eust.1684.28</span> γαστρο-οίδης (leg. [[γαστροίδης]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, paunchlike, round, ναῦς Plu.Per.26: in Eust.1684.28 γαστρο-οίδης (leg. γαστροίδης).
German (Pape)
[Seite 476] ές, bauchartig, ναῦς, bauchig, Plut. Pericl.26.
Greek (Liddell-Scott)
γαστροειδής: -ές, ὅμοιος γαστέρι, κυρτός, στρογγύλος, ναῦς Πλούτ. Περικλ. 26· παρ’ Εὐστ. 1684. 28, γαστροοίδης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de ventre.
Étymologie: γαστήρ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): γαστροίδης Phot.γ 38; γαστροοίδης Hsch., Eust.1684.28
ventrudo, panzudo ναῦς Plu.Per.26
•de pers. barrigudo Hsch., Phot.l.c., Eust.l.c.
Greek Monolingual
γαστροειδής, -ές (Α)
διογκωμένος στο μέσον, όμοιος με γαστέρα στο σχήμα.
Greek Monotonic
γαστροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με κοιλιά, στρογγυλός, κυρτός· ναῦς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γαστροειδής: пузатый, с выпуклым кузовом (ναῦς Plut.).
Middle Liddell
εἶδος
paunchlike, round, ναῦς, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαστροειδής -ές γαστήρ, εἶδος buikvormig, buikig.