προαναστέλλω: Difference between revisions
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=contenir <i>ou</i> réprimer | |btext=contenir <i>ou</i> réprimer d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναστέλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 23 August 2022
English (LSJ)
A check beforehand, τὸ θρασυνόμενον αὐτῶν Plu.Per.15; τὸν κόρον Aristaenet. 2.1; τὸ παρὰ φύσιν Procl. in Cra.p.99 P.; νέφη, of the wind, Sch.Arat. 416. 2 in Surgery, draw back or open out first, in Pass., Sor.Fract. 2.
German (Pape)
[Seite 707] vorher aufhalten, mäßigen, Plut. ἐλπίσι καὶ φόβοις ὥςπερ οἴαξι τὸ θρασυνόμενον, Pericl. 15, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προαναστέλλω: ἀναστέλλω, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω πρότερον, Πλουτ. Περικλ. 15, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
contenir ou réprimer d'avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναστέλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ
αναχαιτίζω, συγκρατώ εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)
αρχ.
παθ. προαναστέλλομαι
(στη χειρουργική) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναστέλλω «αναχαιτίζω, συγκρατώ»].
Greek Monotonic
προαναστέλλω: μέλ. -στελῶ, ανακόπτω, εμποδίζω εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προᾰναστέλλω: заранее сдерживать, обуздывать (ὥσπερ οἴαξί τι Plut.).
Middle Liddell
fut. -στελῶ
to check beforehand, Plut.