λαοσεβής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>λᾱοσεβής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[honoured]] by the [[people]] [[μάκαρ]] μὲν [[ἀνδρῶν]] [[μέτα]] ἔναιεν, [[ἥρως]] δ' [[ἔπειτα]] [[λαοσεβής]] Battos (P. 5.95)
|sltr=<b>λᾱοσεβής</b> [[honoured]] by the [[people]] [[μάκαρ]] μὲν [[ἀνδρῶν]] [[μέτα]] ἔναιεν, [[ἥρως]] δ' [[ἔπειτα]] [[λαοσεβής]] Battos (P. 5.95)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσεβής Medium diacritics: λαοσεβής Low diacritics: λαοσεβής Capitals: ΛΑΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: laosebḗs Transliteration B: laosebēs Transliteration C: laosevis Beta Code: laosebh/s

English (LSJ)

ές,

A worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.

English (Slater)

λᾱοσεβής honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)

Greek Monolingual

λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαόςἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευσεβής, θεοσεβής].

Greek Monotonic

λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσεβής: почитаемый народом (ἥρως Pind.).

Middle Liddell

λᾱο-σεβής, ές σέβω
worshipped by the people, Pind.