ἰχθυοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyotrofos
|Transliteration C=ichthyotrofos
|Beta Code=i)xquotro/fos
|Beta Code=i)xquotro/fos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding fish: full of fish</b>, διαδρομαί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>39</span>.</span>
|Definition=ον, <b class="b2">feeding fish: full of fish</b>, διαδρομαί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>39</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοτρόφος Medium diacritics: ἰχθυοτρόφος Low diacritics: ιχθυοτρόφος Capitals: ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ichthyotróphos Transliteration B: ichthyotrophos Transliteration C: ichthyotrofos Beta Code: i)xquotro/fos

English (LSJ)

ον, feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.

German (Pape)

[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰχθυοτρόφος, -ον)
(για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος
αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, κτηνοτρόφος].

Greek Monotonic

ἰχθυοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος από ψάρια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοτρόφος: питающий (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).

Middle Liddell

ἰχθυο-τρόφος, ον
feeding fish: full of fish, Plut.