ὁμιλητός: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />avec qui | |btext=ή, όν :<br />avec qui l'on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:05, 5 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, A with whom one may converse or consort, οὐχ ὁ. θράσος A.Th.189. II τὸ ὁ. conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.
German (Pape)
[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
avec qui l'on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.
Greek Monotonic
ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῑλητός: общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. невыносимое высокомерие.
Middle Liddell
ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω
with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.