ἐπιτελεστικός: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0990.png Seite 990]] ή, όν, vollendend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0990.png Seite 990]] ή, όν, vollendend, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτελεστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[завершающий]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[крепкий]], [[сильный]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτελεστικός]], -ή, -όν) [[επιτέλεσις]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή συντελεί στην [[πραγματοποίηση]] του ποθούμενου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενεργητικός]] («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι [[εἰσί]], καὶ χρώμασι διὰ [[ψυχρότητα]], γίγνονται ἐπιτελεστικοί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για πανηγυρισμό. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτελεστικός]], -ή, -όν) [[επιτέλεσις]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή συντελεί στην [[πραγματοποίηση]] του ποθούμενου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενεργητικός]] («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι [[εἰσί]], καὶ χρώμασι διὰ [[ψυχρότητα]], γίγνονται ἐπιτελεστικοί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για πανηγυρισμό. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn.813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; for fulfilment, ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch. s.v. τεληέσσας: Sup., Sch.Il.8.247. II capable of celebrating, μυστηρίων Ptol. Tetr.72.
German (Pape)
[Seite 990] ή, όν, vollendend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελεστικός:
1) завершающий Arst.;
2) крепкий, сильный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελεστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπιτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 56.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) επιτέλεσις
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση του ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.