συνήκω: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunh/kw
|Beta Code=sunh/kw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to have come together]], [[be assembled]], [[meet]], <span class="bibl">Th.5.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. εἰς ἕν</b>, of walls, [[meet]] in a point, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.44</span>; <b class="b3">σ. εἰς στενόν</b> to narrow down, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>710b2</span>; so εἰς ὀξύ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>495b10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 3.11.1</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to have come together]], [[be assembled]], [[meet]], <span class="bibl">Th.5.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. εἰς ἕν</b>, of walls, [[meet]] in a point, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.44</span>; <b class="b3">σ. εἰς στενόν</b> to narrow down, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>710b2</span>; so εἰς ὀξύ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>495b10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 3.11.1</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
}}
{{bailly
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκω Medium diacritics: συνήκω Low diacritics: συνήκω Capitals: ΣΥΝΗΚΩ
Transliteration A: synḗkō Transliteration B: synēkō Transliteration C: syniko Beta Code: sunh/kw

English (LSJ)

A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87. II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.

French (Bailly abrégé)

être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.

Greek (Liddell-Scott)

συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].

Greek Monotonic

συνήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με συντροφιά, με συνοδεία, έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.
II. συνήκω εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό σημείο, συνάπτομαι, συμπίπτω, καταλήγω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνήκω: сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to have come together, to be assembled, to meet, Thuc.
II. ς. εἰς ἕν to meet in a point, Xen.