ὑποσπανίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s’aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσπᾰνίζομαι Medium diacritics: ὑποσπανίζομαι Low diacritics: υποσπανίζομαι Capitals: ΥΠΟΣΠΑΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypospanízomai Transliteration B: hypospanizomai Transliteration C: ypospanizomai Beta Code: u(pospani/zomai

English (LSJ)

Pass., used by Trag. only in pf. part., A to be scant or stinted of, ὑπεσπανισμένοι βορᾶς A.Pers.489, cf. Ch.577. 2 of things, to be lacking, to be left undone, τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον (cf. χρεία 11.4) S.Aj.740. II Act. in signf. 1.1, Procop. Goth.2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μένω ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. χρεία ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.

French (Bailly abrégé)

commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?
Étymologie: ὑπό, σπανίζω.

Greek Monotonic

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθ., μτχ. παρακ. ὑπεσπανισμένος, είμαι ανεπαρκής ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι λειψός, έχω μείνει ανεκτέλεστος, ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσπᾰνίζομαι: ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ ἔστι χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?

Middle Liddell

Pass., perf. part. ὑπεσπανισμένος
1. to be scant or stinted of a thing, c. gen., Aesch.
2. of things, to be lacking, left undone, Soph.