τανυήκης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> à longue pointe, à la pointe aiguë;<br /><b>2</b> qui s’allonge.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[ἀκή]].
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> à longue pointe, à la pointe aiguë;<br /><b>2</b> qui s'allonge.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[ἀκή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:00, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυήκης Medium diacritics: τανυήκης Low diacritics: τανυήκης Capitals: ΤΑΝΥΗΚΗΣ
Transliteration A: tanyḗkēs Transliteration B: tanyēkēs Transliteration C: tanyikis Beta Code: tanuh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή) A = ταναήκης, with long point or edge, ἄορ Il.14.385, Od.10.439, al. II tapering, ὄζοι Il.16.768.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυήκης: -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ ταναήκης, ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν ἀκήν, ὁ κατὰ μῆκος ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, μακρός, αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 à longue pointe, à la pointe aiguë;
2 qui s'allonge.
Étymologie: τανύω, ἀκή.

English (Autenrieth)

ες: with thin edge or point, keen, tapering, Il. 16.768.

Greek Monolingual

τανύηκες, Α
βλ. ταναήκης.

Greek Monotonic

τᾰνυήκης: -ες (τανύω, ἀκή
I. όπως το ταναήκης, αυτός που έχει με μακριά ακίδα ή άκρη, σε Όμηρ.
II. μακρύς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠήκης:
1) с длинным лезвием (ἄορ Hom.);
2) вытянутый, протянувшийся (ὄζοι Hom.).

Middle Liddell

τᾰνυ-ήκης, ες τανύω, ἀκή]
I. like ταναήκης, with long point or edge, Hom.
II. tapering, Il.