τολύπη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - " :" to ":")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à [[τύλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τολύπη''': [ῠ], κατειργασμένον [[ἔριον]] σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. [[ὄγκος]] σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) [[μᾶζα]] ἔχουσα [[σχῆμα]] τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) [[εἶδος]] στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης [[σχῆμα]] τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *[[τλάω]], ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τολύπη]]· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ [[ἀγαθίδιον]] στήμονος, ἢ ῥοδάνης».
|lstext='''τολύπη''': [ῠ], κατειργασμένον [[ἔριον]] σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. [[ὄγκος]] σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) [[μᾶζα]] ἔχουσα [[σχῆμα]] τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) [[εἶδος]] στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης [[σχῆμα]] τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *[[τλάω]], ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τολύπη]]· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ [[ἀγαθίδιον]] στήμονος, ἢ ῥοδάνης».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à [[τύλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολύπη Medium diacritics: τολύπη Low diacritics: τολύπη Capitals: ΤΟΛΥΠΗ
Transliteration A: tolýpē Transliteration B: tolypē Transliteration C: tolypi Beta Code: tolu/ph

English (LSJ)

ἡ, A clew, ball of wool ready for spinning, or of spun yarn, S.Fr.1102, Ar.Lys.586 (anap.), AP6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.Ind.7.3, Hsch., Eust.1336.18, 1414.26. II ball of anything, τῶν πράσων Eub.42.3. 2 globular cake, Ath.3.114f, 4.140a, Hsch. 3 a kind of gourd, pumpkin, = κολόκυνθα ἀγρία, LXX 4 Ki.4.39, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à τύλος.

Greek (Liddell-Scott)

τολύπη: [ῠ], κατειργασμένον ἔριον σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) μᾶζα ἔχουσα σχῆμα τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) εἶδος στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης σχῆμα τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *τλάω, ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολύπη· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης».

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν
1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.)
αρχ.
είδος του φυτού κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. τύλος «κάλος, εξόγκωμα» μέσω ενός τ. τυλύπη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίσσω.

Greek Monotonic

τολύπη: [ῠ], ἡ, κουβάρι από κατειργασμένο μαλλί, Λατ. glomus, σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

τολύπη: (ῠ) ἡ клубок, моток шерсти Soph., Arph., Anth.

Middle Liddell

τολῠ́πη, ἡ,
a clew or ball of wool, Lat. glomus, Ar., Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

τολύπη: {tolúpē}
Grammar: f.
Meaning: Knäuel von Wolle oder Garn, auch übertr. von Zwiebelknollen, Kürbissen, kugelförmigen Kuchen (Ar. Lys. 586 [anap.], Eub., S. Fr.1102, LXX, AP usw.).
Derivative: Daneben τολυπεύω, auch m. ἐκ-, die Wolle oder das Garn auf ein Knäuel wickeln (Ar. Lys. 587 [anap.], doppelsinnig τ 137), m.eist übertr. anzetteln, mit Mühe vollbringen, durchmachen (ep. poet. seit Il.) mit -ευμα n. = τολύπη, -ευτικός (Phot., Suid., H.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Fick GGA 1894, 247 zu τύλος Wulst (τολυπ- aus *τυλυπ-; zum Lautl. vgl. τορύνη). Zustimmend Bechtel Lex. s.v., der indessen Ficks weitere Identifikation mit τυλίσσω mit Recht ablehnt. Hubschmid Thes. Praenom. 1, 54 sucht in τολύπη ein voridg. p-Suffix. Frühere Hypothesen in der Lit. bei Bq (abgelehnt).
Page 2,909