Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπισφίγγω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0988.png Seite 988]] daran-, daraufbinden, anschnüren, Ath. XII, 543 f; πήχεσί τινα, fest umschlingen, Macedon. 4 (V, 243); πέδιλα ἐπισφίγγοντα τοὺς πόδας, zusammenpressen, Luc. am. 41; ἀμφισβήτησιν, Ggstz λύειν, Sest. Emp. adv. rhet. 96; – τὴν νήτην, die Saite straffer anziehen, stärker anschlagen, Ael. V. H. 9, 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0988.png Seite 988]] daran-, daraufbinden, anschnüren, Ath. XII, 543 f; πήχεσί τινα, fest umschlingen, Macedon. 4 (V, 243); πέδιλα ἐπισφίγγοντα τοὺς πόδας, zusammenpressen, Luc. am. 41; ἀμφισβήτησιν, Ggstz λύειν, Sest. Emp. adv. rhet. 96; – τὴν νήτην, die Saite straffer anziehen, stärker anschlagen, Ael. V. H. 9, 36.
}}
{{bailly
|btext=serrer, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σφίγγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισφίγγω''': [[σφίγγω]], πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι [[μᾶλλον]] τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.
|lstext='''ἐπισφίγγω''': [[σφίγγω]], πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι [[μᾶλλον]] τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.
}}
{{bailly
|btext=serrer, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σφίγγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφίγγω Medium diacritics: ἐπισφίγγω Low diacritics: επισφίγγω Capitals: ΕΠΙΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: episphíngō Transliteration B: episphingō Transliteration C: episfiggo Beta Code: e)pisfi/ggw

English (LSJ)

bind tight, tighten, κημούς Ph.1.698; νάρθηκας (splints) Gal.18(2).398; πέδιλα ἐ. τοὺς πόδας Luc.Am.41; ἐπισφίγγω τινὰ πήχεσι in the arms, AP5.242 (Maced.); ἐπισφίγγω τοὺς ἀναγωγέας tie the shoestrings tight, Ath.12.543f; μοσχεύματα Gp.10.12.3: metaph., shut up tightly, (θησαυροὺς) κακῶν Ph.1.108; ἐπισφίγγω τὴν ἀμφισβήτησιν complicate it, opp. λύειν, S.E.M.2.96; also ἐπισφίγγω τὴν νήτην screw it tighter, tune the instrument, Ael.VH9.36: metaph., 'screw up', intensify, ὀδύνας (ὠδίνας cod.) Ph.1.680.

German (Pape)

[Seite 988] daran-, daraufbinden, anschnüren, Ath. XII, 543 f; πήχεσί τινα, fest umschlingen, Macedon. 4 (V, 243); πέδιλα ἐπισφίγγοντα τοὺς πόδας, zusammenpressen, Luc. am. 41; ἀμφισβήτησιν, Ggstz λύειν, Sest. Emp. adv. rhet. 96; – τὴν νήτην, die Saite straffer anziehen, stärker anschlagen, Ael. V. H. 9, 36.

French (Bailly abrégé)

serrer, presser.
Étymologie: ἐπί, σφίγγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφίγγω: σφίγγω, πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι μᾶλλον τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.

Greek Monolingual

ἐπισφίγγω (AM)
σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά
μσν.
μέσ. ἐπισφίγγομαι
διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι
αρχ.
1. σφιχταγκαλιάζω
2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.)
3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω.

Greek Monotonic

ἐπισφίγγω: μέλ. -ξω, δένω, προσδένω, φασκιώνω, αγκαλιάζω, σφίγγω σφιχτά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφίγγω:
1) жать, сжимать (τοὺς πόδας Luc.);
2) сжимать (в объятиях), обнимать (τινὰ πήχεσι Anth.);
3) связывать (τινὰ ζώναις Luc.);
4) обострять, запутывать (τὴν ἀμφισβήτησιν Sext.).

Middle Liddell

fut. ξω
to bind, clasp tight, Anth.