Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισῴζω: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=perisw/|zw
|Beta Code=perisw/|zw
|Definition=[[save alive]] (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] [[περιεῖναι]]), [[save]] from [[death]] or [[ruin]], X. ''HG'' 2.3.25, etc.; π. τὴν [[πόλιν]] ''ib.'' 6.5.47; — ''Med.'', [[ἑταίραν]] χρηστὴν [[σεαυτῷ]] [[περιεσώσω]] Alciphr. 1.30; — Pass., [[escape with one's life]], of a prisoner, X. ''HG'' 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. ''Rh.'' 1.28 S.; [[αἰσχρῶς]] App. ''Sam.'' 4.7; ἐκ [[μάχης]] DC. 46.50; of things, [[survive]], [[οἷον]] [[λείψανα]] [[περισεσῶσθαι]] Arist. ''Metaph.'' 1074b13.
|Definition=[[save alive]] (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] [[περιεῖναι]]), [[save]] from [[death]] or [[ruin]], X. ''HG'' 2.3.25, etc.; π. τὴν [[πόλιν]] ''ib.'' 6.5.47; — ''Med.'', [[ἑταίραν]] χρηστὴν [[σεαυτῷ]] [[περιεσώσω]] Alciphr. 1.30; — Pass., [[escape with one's life]], of a prisoner, X. ''HG'' 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. ''Rh.'' 1.28 S.; [[αἰσχρῶς]] App. ''Sam.'' 4.7; ἐκ [[μάχης]] DC. 46.50; of things, [[survive]], [[οἷον]] [[λείψανα]] [[περισεσῶσθαι]] Arist. ''Metaph.'' 1074b13.
}}
{{bailly
|btext=sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισῴζομαι sauver sa vie en s'échappant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῴζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.
|lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.
}}
{{bailly
|btext=sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισῴζομαι sauver sa vie en s'échappant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῴζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισῴζω Medium diacritics: περισῴζω Low diacritics: περισώζω Capitals: ΠΕΡΙΣΩΖΩ
Transliteration A: perisṓizō Transliteration B: perisōzō Transliteration C: perisozo Beta Code: perisw/|zw

English (LSJ)

save alive (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X. HG 2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib. 6.5.47; — Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr. 1.30; — Pass., escape with one's life, of a prisoner, X. HG 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. Rh. 1.28 S.; αἰσχρῶς App. Sam. 4.7; ἐκ μάχης DC. 46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist. Metaph. 1074b13.

French (Bailly abrégé)

sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;
Moy. περισῴζομαι sauver sa vie en s'échappant.
Étymologie: περί, σῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

περισῴζω: διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), διασῴζω ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν αὐτόθι 6. 5, 47· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, ἀπομένω, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.

Greek Monotonic

περισῴζω: μέλ. -σω, διατηρώ ζωντανό, σώζω από θάνατο ή καταστροφή, σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. het er levend van afbrengen.

Russian (Dvoretsky)

περισῴζω: спасать, избавлять от гибели (τινά, στράτευμα περισωθέν Xen.): περισεσῶσθαι μέχρι τοῦ νῦν Arst. сохраниться до настоящего времени.