ἀμφίβασις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aller autour : [[ἀμφίβασις]] Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβαίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'aller autour : [[ἀμφίβασις]] Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβᾰσις Medium diacritics: ἀμφίβασις Low diacritics: αμφίβασις Capitals: ΑΜΦΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: amphíbasis Transliteration B: amphibasis Transliteration C: amfivasis Beta Code: a)mfibasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A defence of fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων Il.5.623.

German (Pape)

[Seite 136] ἡ, das Umgeben, Hom. einmal, Iliad. 5, 623 δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, die Vertheidigung, s. ἀμφιβαίνω, vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ, κύκλωσις, δεῖσε δ’ ὃ γ’ ἀμφίβασιν… Τρώων (ὅ ἐ. τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας), Ἰλ. Ε. 623· πρβλ. ἀμφιβαίνω Ι. 3. ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει: «ἀμφίβασις, ὑπὲρ νεκροῦ μάχη· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος ἵνα μὴ σκυλευθῇ».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'aller autour : ἀμφίβασις Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.
Étymologie: ἀμφιβαίνω.

English (Autenrieth)

protection, sc. νεκροῦ, Il. 5.623†.

Spanish (DGE)

(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ
defensa alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων Il.5.623, cf. ἀμφίβασις· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., Et.Sym.813.

Greek Monolingual

ἀμφίβασις (-εως), η (Α) ἀμφιβαίνω
η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν.

Greek Monotonic

ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ (ἀμφιβαίνω), κύκλωμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβᾰσις: εως ἡ обходное движение: δεῖσε ἀμφίβασιν Τρώων Hom. (Эант) побоялся быть окруженным троянцами.

Middle Liddell

ἀμφιβαίνω
a going round, encompassing, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, Il.