μάγευμα: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=magevma | |Transliteration C=magevma | ||
|Beta Code=ma/geuma | |Beta Code=ma/geuma | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό</b>, | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό</b>, [[piece of magic art]]: in plural, [[charms]], [[spells]], <span class="bibl">E. <span class="title">Supp.</span>1110</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.Sacr.</span>18</span>; φάρμακα καὶ μ. ἀκολάστων γυναικῶν Plu.2.752c (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:30, 24 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, piece of magic art: in plural, charms, spells, E. Supp.1110, v.l. in Hp.Morb.Sacr.18; φάρμακα καὶ μ. ἀκολάστων γυναικῶν Plu.2.752c (pl.).
German (Pape)
[Seite 79] τό, Zaubermittel, βρωτοῖσι καὶ στρωμναῖσι καὶ μαγεύμασιν παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1110, wo früher μαντεύμασι stand, u. M. Anton. 7, 51 μαγγανεύμασι las, nach Plut. Consol. Apoll. p. 339 richtige Lesart. Bes. künstliche Zubereitung der Speisen, εἰς μακελεῖα καὶ κοπίδας καὶ φάρμακα καὶ μαγεύματα καθειργνύμενον ἀκολάστων γυναικῶν, Plut. Amator. 6.
Greek (Liddell-Scott)
μάγευμα: τό, (μᾰγεύω) μαγευτικὸν τέχνασμα, ἢ τέχνης μαγευτικῆς ἀποτέλεσμα· ἐν τῷ πληθ., θέλγητρα, μαγεία, ἀπάτη μαγική, Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· - ἐπὶ τροφῆς ἐντέχνως παρεσκευασμένης, Πλούτ. 2. 752Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
charme magique, sortilège.
Étymologie: μαγεύω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μάγευμα: -ατος, τό (μᾰγεύω), μαγικό τέχνασμα· στον πληθ., γητειές, μάγια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μάγευμα: ατος (ᾰγ) τό
1) ворожба, колдовство, волшебство: μαγεύμασιν παρεκτρέπειν ὀχετόν Eur. чарами отклонять ход (событий);
2) pl. чары, приворотное зелье (μαγεύματα ἀκολάστων γυναικῶν Plut.).
Middle Liddell
μάγευμα, ατος, εος, [μᾰγεύω]
a piece of magic art; in plural charms, spells, Eur.