θυηπολέω: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ θυσίαν ἀναστρέφεσθαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν [[ἀνάκτορον]], Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., θυηπολεῖται [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ θυσίαν ἀναστρέφεσθαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν [[ἀνάκτορον]], Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., θυηπολεῖται [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être chargé du soin d'un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θυηπόλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυηπολέω''': εἶμαι [[θυηπόλος]], ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., [[θυσιάζω]], Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἡρακλ. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ. | |lstext='''θυηπολέω''': εἶμαι [[θυηπόλος]], ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., [[θυσιάζω]], Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἡρακλ. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:05, 1 October 2022
English (LSJ)
A perform sacrifices, A.Ag.262, E.Tr.330 (lyr.), Pl.R. 364e, Polystr.p.9 W.; θεοῖς E.El.665. 2 trans., sacrifice, γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θ. S.Fr.126, cf. 522, Maiist.13:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο is filled with sacrifices by them, E.Heracl. 401.
German (Pape)
[Seite 1222] sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ θυσίαν ἀναστρέφεσθαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν ἀνάκτορον, Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être chargé du soin d'un sacrifice.
Étymologie: θυηπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
θυηπολέω: εἶμαι θυηπόλος, ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., θυσιάζω, Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἡρακλ. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ.
Greek Monotonic
θυηπολέω: μέλ. -ήσω,
1. απασχολώ τον εαυτό μου με θυσίες, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μτβ., θυσιάζω· Παθ., θυηπολεῖται δ' ἄστυ, είναι γεμάτο με θυσίες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θυηπολέω:
1) совершать жертвоприношения (Κρόνῳ Soph.; κατὰ τὰς Μουσαίου καὶ Ὀρφέως βίβλους Plat.): θ. κατὰ τὸν ἀνάκτορον (τοῦ Ἀπόλλωνος) Eur. совершать жертвоприношения в храме Аполлона; εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θ. Aesch. приносить жертву в надежде на благоприятные вести;
2) очищать жертвоприношениями (θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο Eur.).
Middle Liddell
θυηπολέω, fut. -ήσω
1. to busy oneself with sacrifices, Aesch., Eur.
2. trans. to sacrifice:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ is filled with sacrifices, Eur. [from θυηπόλος