κελαινοφαής: Difference between revisions
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelainofais | |Transliteration C=kelainofais | ||
|Beta Code=kelainofah/s | |Beta Code=kelainofah/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[black-gleaming]], <b class="b3">ὄρφνα κ</b>. [[murky]] twilight, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 1331</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille d'une lueur sombre, glauque.
Étymologie: κελαινός, φάος.
Greek Monolingual
κελαινοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι της Νύχτας, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπροφαής, ολιγοφαής].
Greek Monotonic
κελαινοφαής: -ές (φάος), αυτός που φωτίζει αμυδρά, ὄρφνα κ., το σκοτεινό λυκόφως, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κελαινοφαής: темноблещущий, т. е. чуть озаренный, почти непроглядный (νυκτὸς ὄρφνα Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινοφαής -ές [κελαινός, φάος] donker glanzend.
Middle Liddell
κελαινο-φαής, ές φάος
black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.