προεξεπίσταμαι: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proeksepistamai | |Transliteration C=proeksepistamai | ||
|Beta Code=proecepi/stamai | |Beta Code=proecepi/stamai | ||
|Definition=contr. προὐξ-, | |Definition=contr. προὐξ-, [[know well before]], πάντα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>101</span>; <b class="b3">τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς</b> ib.<span class="bibl">699</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 23 August 2022
English (LSJ)
contr. προὐξ-, know well before, πάντα A.Pr.101; τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς ib.699.
German (Pape)
[Seite 720] zsgzgn προὐξεπίσταμαι, genau vorher od. voraus wissen; πάντα, Aesch. Prom. 101; τορῶς, 701.
Greek (Liddell-Scott)
προεξεπίστᾰμαι: συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., ἐξεπίσταμαι, γινώσκω καλῶς πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν ἄλλος πρ. τορῶς αὐτόθι 699.
French (Bailly abrégé)
par contr. προὐξεπίσταμαι;
seul. prés.
savoir d'avance, acc..
Étymologie: πρό, ἐξεπίσταμαι.
Greek Monolingual
και προὐξεπίσταμαι Α
γνωρίζω καλά κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»].
Greek Monotonic
προεξεπίστᾰμαι: συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προεξεπίστᾰμαι: стяж. προὐξεπίσταμαι (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.