στρεβλότης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0953.png Seite 953]] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Ggstz von [[εὐθύτης]], S. Emp. adv. phys. 2, 272.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0953.png Seite 953]] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Ggstz von [[εὐθύτης]], S. Emp. adv. phys. 2, 272.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> détours tortueux;<br /><b>2</b> courbe (d'un glaive).<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεβλότης''': -ητος, ἡ, [[διαστροφή]], [[συστροφή]], τὸ νὰ [[εἶναι]] τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.
|lstext='''στρεβλότης''': -ητος, ἡ, [[διαστροφή]], [[συστροφή]], τὸ νὰ [[εἶναι]] τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> détours tortueux;<br /><b>2</b> courbe (d'un glaive).<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλότης Medium diacritics: στρεβλότης Low diacritics: στρεβλότης Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΤΗΣ
Transliteration A: streblótēs Transliteration B: streblotēs Transliteration C: strevlotis Beta Code: streblo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A being twisted, crookedness, τῆς αἰχμῆς Plu.Mar.25; καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, of roads in an ant-heap, Id.2.968b. II frowardness, perversity, Aq., Thd.Pr.4.24, Aq., Al.ib.6.14.

German (Pape)

[Seite 953] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Ggstz von εὐθύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 détours tortueux;
2 courbe (d'un glaive).
Étymologie: στρεβλός.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, συστροφή, τὸ νὰ εἶναι τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.

Greek Monotonic

στρεβλότης: -ητος, ἡ, συστροφή, καμπυλότητα, καμπή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλότης: ητος ἡ
1) изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);
2) извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.

Middle Liddell

στρεβλότης, ητος, ἡ,
crookedness, Plut.