παραστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.
}}
{{elru
|elrutext='''παραστοχάζομαι:''' [[метить]], [[стремиться]] (τῆς συντομίας Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραστοχάζομαι:''' [[метить]], [[стремиться]] (τῆς συντομίας Sext.).
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστοχάζομαι Medium diacritics: παραστοχάζομαι Low diacritics: παραστοχάζομαι Capitals: ΠΑΡΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: parastocházomai Transliteration B: parastochazomai Transliteration C: parastochazomai Beta Code: parastoxa/zomai

English (LSJ)

aim at, τῆς συντομίας S.E.P.3.222 codd., cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.25: abs., estimate, Sor.1.20.

German (Pape)

[Seite 500] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.

Russian (Dvoretsky)

παραστοχάζομαι: метить, стремиться (τῆς συντομίας Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παραστοχάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, ἀποβλέπω εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. ἀποτυγχάνω, τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κάτι, σκοπεύω, αποβλέπω σε κάτιπαραστοχάζομαι της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)
2. (αμτβ.) τιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ
3. βγαίνω έξω από τον στόχο μου, αποτυγχάνω.