περιέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0574.png Seite 574]] (s. [[ἕννυμι]]), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0574.png Seite 574]] (s. [[ἕννυμι]]), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.
}}
{{bailly
|btext=revêtir;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιέννυμαι s'envelopper de, se couvrir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιέννῡμι''': [[περιβάλλω]], [[ἐνδύω]], περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. [[περιτίθημι]] Ι.
|lstext='''περιέννῡμι''': [[περιβάλλω]], [[ἐνδύω]], περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. [[περιτίθημι]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=revêtir;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιέννυμαι s'envelopper de, se couvrir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέννῡμι Medium diacritics: περιέννυμι Low diacritics: περιέννυμι Capitals: ΠΕΡΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: periénnymi Transliteration B: periennymi Transliteration C: periennymi Beta Code: perie/nnumi

English (LSJ)

Ep. Verb used in aor. Act. and Med., put round, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Il.16.670,680; περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε 18.451:—Med., [χλαῖναν] περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.Op. 539.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.

French (Bailly abrégé)

revêtir;
Moy. περιέννυμαι s'envelopper de, se couvrir de, acc..
Étymologie: περί, ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

περιέννῡμι: περιβάλλω, ἐνδύω, περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. περιτίθημι Ι.

Greek Monolingual

Α
περιβάλλω με ενδύματα, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔννυμι «περιβάλλω, ενδύω»].

Greek Monotonic

περιέννῡμι: Επικ. αόρ. αʹ περίεσσα, τοποθετώ ολόγυρα, περὶ εἵματα ἕσσον, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τεύχεα ἕσσεν, στο ίδ. — Μέσ., χλαῖναν περιέσσασθαι, φορώ τον μανδύα μου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

περιέννῡμι: надевать (εἵματα Hom. - in tmesi; med. χλαῖναν Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-έννυμι, ep. aor. 3 sing. περὶ... ἕσσε, imperat. περὶ... ἕσσον, inf. med. περιέσσασθαι, aantrekken:. Πάτροκλον περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε hij trok Patroclus zijn eigen wapenrusting aan Il. 18.451 (tmesis).

Middle Liddell

epic aor1 περίεσσα
to put round, περὶ εἵματα ἕσσον Il.; περὶ τεύχεα ἕσσεν Il.: Mid., χλαῖναν περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.