περισώζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και περισώνω Ν<br />[[διασώζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάμεσα]] στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «[[λίγα]] πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την [[πυρκαγιά]]» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην [[ξηρά]]» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σώζω]] από θάνατο ή από [[καταστροφή]] (α. «Λακεδαιμονίοις τοῖς περισώσασιν | |mltxt=ΝΜΑ και περισώνω Ν<br />[[διασώζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάμεσα]] στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «[[λίγα]] πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την [[πυρκαγιά]]» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην [[ξηρά]]» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σώζω]] από θάνατο ή από [[καταστροφή]] (α. «Λακεδαιμονίοις τοῖς περισώσασιν ἡμᾶς», <b>Ξεν.</b><br />β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[save]] [[alive]], to [[save]] from [[death]] or [[ruin]], Xen.:—Pass. to [[escape]] with one's [[life]], Xen. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[save]] [[alive]], to [[save]] from [[death]] or [[ruin]], Xen.:—Pass. to [[escape]] with one's [[life]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 9 September 2022
English (LSJ)
save alive ( = σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X.HG2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib.6.5.47:—Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr.1.30:—Pass., escape with one's life, of a prisoner, X.HG2.3.32, cf. 4.8.21, Phld.Rh.1.28 S.; αἰσχρῶς App.Sam.4.7; ἐκ μάχης D.C.46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist.Metaph.1074b13.
German (Pape)
[Seite 595] (s. σώζω), erhalten, erretten (eigtl. σώζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2, 3, 25. 4, 8, 21 u. Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V. H. 15, 46.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περισώνω Ν
διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)
μσν.-αρχ.
σώζω από θάνατο ή από καταστροφή (α. «Λακεδαιμονίοις τοῖς περισώσασιν ἡμᾶς», Ξεν.
β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», Ξεν.).
Middle Liddell
fut. σω
to save alive, to save from death or ruin, Xen.:—Pass. to escape with one's life, Xen.