πολυηχής: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0663.png Seite 663]] ές, vieltönig; [[φωνή]], von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; [[αἰγιαλός]], laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0663.png Seite 663]] ές, vieltönig; [[φωνή]], von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; [[αἰγιαλός]], laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aux sons variés;<br /><b>2</b> très sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἦχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυηχής''': -ές, ([[ἦχος]]) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ [[μεγάλως]] ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.
|lstext='''πολυηχής''': -ές, ([[ἦχος]]) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ [[μεγάλως]] ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aux sons variés;<br /><b>2</b> très sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἦχος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυηχής Medium diacritics: πολυηχής Low diacritics: πολυηχής Capitals: ΠΟΛΥΗΧΗΣ
Transliteration A: polyēchḗs Transliteration B: polyēchēs Transliteration C: polyichis Beta Code: poluhxh/s

English (LSJ)

ές, (ἦχος) many-toned, of the nightingale's voice, Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή AP9.504; much or loud-sounding, αἰγιαλός Il.4.422; ἄνεμος, πέτραι, A.R.4.609,963.

German (Pape)

[Seite 663] ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aux sons variés;
2 très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἦχος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυηχής: -ές, (ἦχος) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ μεγάλως ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.

English (Autenrieth)

ές: many-toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για άνεμο) θορυβώδης
2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. υψ-ηχής].

Greek Monotonic

πολυηχής: -ές (ἦχος), πολυτονικός, που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη φωνή του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί πολύ ή δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422.

Russian (Dvoretsky)

πολυηχής:
1) многозвучный, переливчатый (φωνή, sc. ἀηδόνος Hom.);
2) многошумный, шумящий (прибоем) (αἰγιαλός Hom.);
3) многоголосый (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.).

Middle Liddell

πολυ-ηχής, ές ἦχος
many-toned, of the nightingale's voice, Od.: much or loud sounding, Il.