πολύφραστος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύφραστος -ον [πολύς, φράζω] zeer verstandig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφραστος:''' весьма разумный, по по друг. прославленный (ἵπποι [[Parmenides]] ap. Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[περιλάλητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[φρόνιμος]] και [[συνετός]], [[πολυφραδής]] («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, [[πανούργος]] («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>απερί</i>-<i>φραστος</i>, [[κακό]]-<i>φραστος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[περιλάλητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[φρόνιμος]] και [[συνετός]], [[πολυφραδής]] («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, [[πανούργος]] («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] / <i>φράζομαι</i> «[[μιλώ]], [[διανοούμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>απερί</i>-<i>φραστος</i>, [[κακό]]-<i>φραστος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφραστος:''' весьма разумный, по по друг. прославленный (ἵπποι [[Parmenides]] ap. Sext.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύφραστος -ον [πολύς, φράζω] zeer verstandig.
}}
}}

Revision as of 11:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφραστος Medium diacritics: πολύφραστος Low diacritics: πολύφραστος Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polýphrastos Transliteration B: polyphrastos Transliteration C: polyfrastos Beta Code: polu/frastos

English (LSJ)

ον, = πολυφραδής, very wise, ἵπποι Parm.1.4; so π. δόλοι shrewd, Opp.C.4.6; μενοινὴ π. Nonn.D.4.275.

German (Pape)

[Seite 676] viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφραστος -ον [πολύς, φράζω] zeer verstandig.

Russian (Dvoretsky)

πολύφραστος: весьма разумный, по по друг. прославленный (ἵπποι Parmenides ap. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφραστος: -ον, περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περιλάλητος, περίφημος, ἢ μᾶλλον, ὡς τὸ πολυφραδής, πολὺ συνετός, ἵπποι Παρμενίδ. 4 Karst.· οὕτω, π. δόλοισι, πανοῦργος, Ὀππ. Κυν. 4. 6· μενοινῇ π. Νόνν. Δ. 4. 275.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος
2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)
3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. απερί-φραστος, κακό-φραστος].