συγκλώθω: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκλώθω''': [[κλώθω]] [[ὁμοῦ]]˙ μεταφ., ἡ ἐπιπλοκὴ τῶν αἰτίων συνέκλωθε τὴν σὴν ὑπόστασιν ἐξ ἰδίου Μ. Ἀντων. 10. 5˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 276. 37. ― Παθ., Πλωτῖν. 145Ε˙ συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ ἀπαρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 38. | |lstext='''συγκλώθω''': [[κλώθω]] [[ὁμοῦ]]˙ μεταφ., ἡ ἐπιπλοκὴ τῶν αἰτίων συνέκλωθε τὴν σὴν ὑπόστασιν ἐξ ἰδίου Μ. Ἀντων. 10. 5˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 276. 37. ― Παθ., Πλωτῖν. 145Ε˙ συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ ἀπαρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 38. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[συνδέω]] με κλήρο ή [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκλώθομαι</i><br />α) [[συνδέομαι]] με [[συρραφή]], κλώθομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) (για γεγονότα) [[είμαι]] συνυφασμένος με [[κάτι]]<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) [[συνδέομαι]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλώθω]] «[[γνέφω]], [[ορίζω]] την ανθρώπινη [[μοίρα]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[συνδέω]] με κλήρο ή [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκλώθομαι</i><br />α) [[συνδέομαι]] με [[συρραφή]], κλώθομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) (για γεγονότα) [[είμαι]] συνυφασμένος με [[κάτι]]<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) [[συνδέομαι]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλώθω]] «[[γνέφω]], [[ορίζω]] την ανθρώπινη [[μοίρα]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 27 September 2022
English (LSJ)
connect by spinning, M.Ant.10.5, Dam.Pr.251:—Pass., to be interwoven, Chrysipp.Stoic.2.265, Plot.2.3.15; συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, c. inf., Sch.Pi.O.1.38.
German (Pape)
[Seite 968] zusammen spinnen, Schol. Pind. Ol. 1, 38; durchs Loos oder Schicksal vereinigen, M. Ant. 10, 5; allgemeiner, ἰῶν πτερά, Chaerem. bei Ath. 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλώθω: κλώθω ὁμοῦ˙ μεταφ., ἡ ἐπιπλοκὴ τῶν αἰτίων συνέκλωθε τὴν σὴν ὑπόστασιν ἐξ ἰδίου Μ. Ἀντων. 10. 5˙ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 276. 37. ― Παθ., Πλωτῖν. 145Ε˙ συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ ἀπαρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 38.
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη
αρχ.
παθ. συγκλώθομαι
α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι
γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλώθω «γνέφω, ορίζω την ανθρώπινη μοίρα»].