συκολόγος: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0973.png Seite 973]] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0973.png Seite 973]] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui cueille des figues.<br />'''Étymologie:''' [[σῦκον]], [[λέγω]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκολόγος''': -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων [[συκοφαντίας]], [[συκοφάντης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. [[συκόβιος]]· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ [[συκοφάντης]]. | |lstext='''σῡκολόγος''': -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων [[συκοφαντίας]], [[συκοφάντης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. [[συκόβιος]]· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ [[συκοφάντης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, gathering figs: picking up slander (cf. συκόβιος), Sch.Ar.Pl.874, EM733.57.
German (Pape)
[Seite 973] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cueille des figues.
Étymologie: σῦκον, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
σῡκολόγος: -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων συκοφαντίας, συκοφάντης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκόβιος· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ συκοφάντης.
Greek Monolingual
ο / συκολόγος, -ον, ΝΑ, και συκολός και συκολόος Ν
αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ονομασία του μήνα Αυγούστου, επειδή κατά τον μήνα αυτό ωριμάζουν τα σύκα
2. το πτηνό συκοφάγος
αρχ.
αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -λόγος].
Greek Monotonic
σῡκολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.