συνακόλουθος: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] mitfolgend, begleitend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] mitfolgend, begleitend, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰκόλουθος:''' [[сопутствующий]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[συνακόλουθος]], -ον, ΝΜΑ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακόλουθος]], παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί [[κατά]] [[λογική]] [[αναγκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[συνεπής]], [[σύμφωνος]] [[προς]] τον εαυτό του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνακόλουθο</i><br />το [[ακολούθημα]], το επακόλουθο, η [[συνέπεια]] («η [[στάση]] του [[είναι]] συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει στη [[συνοδεία]] κάποιου. | |mltxt=-η, -ο / [[συνακόλουθος]], -ον, ΝΜΑ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακόλουθος]], παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί [[κατά]] [[λογική]] [[αναγκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[συνεπής]], [[σύμφωνος]] [[προς]] τον εαυτό του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνακόλουθο</i><br />το [[ακολούθημα]], το επακόλουθο, η [[συνέπεια]] («η [[στάση]] του [[είναι]] συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει στη [[συνοδεία]] κάποιου. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, coupled with, Arist. Rh.Al.1435b2.
German (Pape)
[Seite 998] mitfolgend, begleitend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰκόλουθος: сопутствующий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰκόλουθος: -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.