συνεγγίζω: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] sich annähern, Pol. 1, 23, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] sich annähern, Pol. 1, 23, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s'approcher tout à fait de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεγγίζω''': [[ἔρχομαι]] πλησίον [[ὁμοῦ]], συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ. | |lstext='''συνεγγίζω''': [[ἔρχομαι]] πλησίον [[ὁμοῦ]], συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:33, 2 October 2022
English (LSJ)
draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.
German (Pape)
[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.
French (Bailly abrégé)
s'approcher tout à fait de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐγγίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.
Greek Monolingual
Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῦ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].
Greek Monotonic
συνεγγίζω: μέλ. -σω, έρχομαι κοντά σε κάποιον, τον προσεγγίζω, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνεγγίζω: приближаться, подходить вплотную (τινί Polyb., Diod.).