φιλοκτέανος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1281.png Seite 1281]] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1281.png Seite 1281]] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκτέᾰνος:''' (только superl. [[φιλοκτεανώτατος]]) корыстолюбивый, жадный Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκτέᾰνος:''' -ον ([[κτέανον]]), αυτός που αγαπά τα κτήματα, [[λαίμαργος]] για το [[κέρδος]], [[άπληστος]]· υπερθ. [[φιλοκτεανώτατος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''φῐλοκτέᾰνος:''' -ον ([[κτέανον]]), αυτός που αγαπά τα κτήματα, [[λαίμαργος]] για το [[κέρδος]], [[άπληστος]]· υπερθ. [[φιλοκτεανώτατος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκτέᾰνος:''' (только superl. [[φιλοκτεανώτατος]]) корыстолюбивый, жадный Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-κτέᾰνος, ον, [[κτέανον]]<br />[[loving]] possessions, [[greedy]] of [[gain]], [[covetous]], Sup. [[φιλοκτεανώτατος]], Il.
|mdlsjtxt=φῐλο-κτέᾰνος, ον, [[κτέανον]]<br />[[loving]] possessions, [[greedy]] of [[gain]], [[covetous]], Sup. [[φιλοκτεανώτατος]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

ον, loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκτέᾰνος: (только superl. φιλοκτεανώτατος) корыстолюбивый, жадный Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.

Greek Monotonic

φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φῐλο-κτέᾰνος, ον, κτέανον
loving possessions, greedy of gain, covetous, Sup. φιλοκτεανώτατος, Il.