χρώννυμι: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. [[χρώζω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. [[χρώζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρώννῡμι''': [[χρώζω]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 48· χρωνύω, Λιβάν. | |lstext='''χρώννῡμι''': [[χρώζω]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 48· χρωνύω, Λιβάν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:30, 2 October 2022
English (LSJ)
= χρῴζω (i.e. apply χρῶμα IV.2), τῇλέξει Luc.Hist.Conscr. 48:—Pass., Steph.in Hp.1.165; χρωννύω, = χρῴζω, Alex.Aphr. in de An.45.16, Lib.Decl.7.7.
German (Pape)
[Seite 1383] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. χρώζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
colorer, teindre.
Étymologie: χρώς.
Greek (Liddell-Scott)
χρώννῡμι: χρώζω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 48· χρωνύω, Λιβάν.
Greek Monolingual
και χρωννύω, ΜΑ
1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν.
β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.)
2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ κάλλος, καὶ χρωννύτω τῇ λέξει», λουκιαν.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χρώσειν
μολύνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικοί τ. του ρηματ. αυτού συστήματος είναι οι τ. του παθ. αορ. ἐ-χρώσ-θην και του παθ. παρακμ. κέ-χρωσμαι, σχηματισμένοι από το θ. χρωσ-της λ. χρώς, από τους οποίους προήλθαν οι τ. της ενεργητικής φωνής χρώσω, ἔχρωσα, ἐπι-κέχρωκα και στη συνέχεια ο ενεστ. σε -ννυμι/-νύω].
Greek Monotonic
χρώννῡμι: = χρῴζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρώννῡμι:
1) окрашивать: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;
2) писать красками (τι Luc.).