ζώμευμα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1143.png Seite 1143]] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf [[ὑπόζωμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1143.png Seite 1143]] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf [[ὑπόζωμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
|lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώμευμα Medium diacritics: ζώμευμα Low diacritics: ζώμευμα Capitals: ΖΩΜΕΥΜΑ
Transliteration A: zṓmeuma Transliteration B: zōmeuma Transliteration C: zomevma Beta Code: zw/meuma

English (LSJ)

ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.

Greek Monolingual

ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).

Greek Monotonic

ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.

Middle Liddell

ζώμευμα, ατος, τό,
soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. [from ζωμεύω