λοιμώδης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=loimw/dhs | |Beta Code=loimw/dhs | ||
|Definition=ες, [[pestilential]], <b class="b3">λ. νόσος</b> [[plague]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>5</span>, <span class="bibl">Th.1.23</span>, <span class="bibl">Ph.1.408</span>, al.; ἔτος λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>862a5</span>. | |Definition=ες, [[pestilential]], <b class="b3">λ. νόσος</b> [[plague]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>5</span>, <span class="bibl">Th.1.23</span>, <span class="bibl">Ph.1.408</span>, al.; ἔτος λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>862a5</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />pestilentiel, contagieux.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λοιμόν, [[ὀλέθριος]], ἡ λ. [[νόσος]], ὁ [[λοιμός]], ἡ [[πανώλης]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· [[ἔτος]] λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21. | |lstext='''λοιμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λοιμόν, [[ὀλέθριος]], ἡ λ. [[νόσος]], ὁ [[λοιμός]], ἡ [[πανώλης]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· [[ἔτος]] λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, pestilential, λ. νόσος plague, Hp.Acut.5, Th.1.23, Ph.1.408, al.; ἔτος λ. Arist.Pr.862a5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
pestilentiel, contagieux.
Étymologie: λοιμός, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λοιμόν, ὀλέθριος, ἡ λ. νόσος, ὁ λοιμός, ἡ πανώλης, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· ἔτος λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.
Greek Monolingual
-ες (AM λοιμώδης, -ώδες) λοιμός
(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «λοιμώδης νόσος» — νόσος που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει συνήθως οξεία εξέλιξη και μεταβάλλει σε πηγή μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα μεγάλος αριθμός άλλων ατόμων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, μεταδοτικός, μολυσματικός.
Greek Monotonic
λοιμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με το λοιμό, ολέθριος, ἡ λοιμώδης νόσος, λοιμός, πανούκλα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
λοιμώδης: чумный (νόσος Thuc.; ἔτος Arst.).
Middle Liddell
λοιμ-ώδης, ες εἶδος
like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.