λυπρότης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lupro/ths
|Beta Code=lupro/ths
|Definition=ητος, ἡ, [[wretchedness]], [[poverty]], of land, <span class="bibl">Str.2.5.32</span>, al.
|Definition=ητος, ἡ, [[wretchedness]], [[poverty]], of land, <span class="bibl">Str.2.5.32</span>, al.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />maigreur du sol.<br />'''Étymologie:''' [[λυπρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λυπρότης''': -ητος, ἡ, [[ἀθλιότης]], τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
|lstext='''λυπρότης''': -ητος, ἡ, [[ἀθλιότης]], τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />maigreur du sol.<br />'''Étymologie:''' [[λυπρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρότης Medium diacritics: λυπρότης Low diacritics: λυπρότης Capitals: ΛΥΠΡΟΤΗΣ
Transliteration A: lyprótēs Transliteration B: lyprotēs Transliteration C: lyprotis Beta Code: lupro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.

Greek Monolingual

λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.

Greek Monotonic

λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.

Middle Liddell

λυπρότης, ητος,
poverty, of land, Strab.